-
1 μόλις
μόλις (vgl. μῶλος, moles), mit Mühe, kaum, = μόγις, von dem es Thom. Mag. vergeblich zu unterscheiden versucht; Greg. Cor. p. 65 als unattisch bezeichnet, findet sich aber bei den älteren Attikern, wie Thuc. u. Xen. (vgl. Krüger zu An. 5, 8, 14); bei Plat. herrscht μόγις vor, s. oben; auch bei Hom. schreibt man jetzt überall μόγις; ϑυραῖος ἔστω πόλεμος οὐ μόλις παρών, Aesch. Eum. 826, nicht kaum, d. i. ganz nahe; vgl. Ag. 1052; oft bei Soph., ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ, Phil. 320; El. 565; an einigen anderen Stellen schwankt die Lesart; μαστεύων σε κιχάνω μόλις, Eur. Hel. 603, öfter; Ar. Th. 447; bei Sp. gew., μόλις καὶ βραδέως, Luc. Asin. 2.
См. также в других словарях:
σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… … Dictionary of Greek
σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… … Dictionary of Greek